Βρισκόμαστε στο Μάρτη του 1821.
Ο σπόρος που είχε σπείρει η Φιλική Εταιρεία έχει βρει γόνιμο έδαφος στην αδούλωτη ψυχή του σκλαβωμένου ραγιά και το πέρασμα του μπουρλοτιέρη των ψυχών, του Παπαφλέσσα, είχε ανάψει τη φωτιά του αγώνα για τη λευτεριά στις καρδιές των σκλάβων.
Στο βαρύ, από του κατακτητή τα χνώτα, αέρα, κάτι μεγάλο πλανιέται. Μαζί με τις πρώτες μυρωδιές της άνοιξης, τα στήθη φουσκώνουν από χιλιάδες ελπίδες.
Οι στεναγμοί και οι βόγκοι τόσων αιώνων γίνονται βρόντοι και σαλπίσματα λευτεριάς.
Ο κατακτητής νιώθει τα σαλέματα των σκλάβων και μαντρώνει όλα τα κεφάλαια του Μοριά στην Τριπολιτσά. Μονάχα η κλεφτουριά, αυτή η ασίγαστη φωνή του Έθνους και οι πρόκριτοι της Αχαΐας μένουν ελεύθεροι. Δασκαλεμένοι από τη Φιλική και νιώθοντας το χρέος τους να μην αφήσουν ακέφαλο το Έθνος στις κρίσιμες τούτες ώρες, δεν υπακούουν στην πρόσκληση του Καϊμακάμη της Τριπολιτσάς να παρουσιαστούν εκεί και μαζεύονται στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας, για να πάρουν αποφάσεις.
Ο λαός ανυπόμονος ν’ αρπάξει το ντουφέκι του ξεσηκωμού, τους περιστοιχίζει ανήσυχος και περιμένει από το στόμα τους την εντολή.
Κι ήρθαν οι χρόνοι. Γέροντας μπρος στην ωραία πύλη,
με φλογισμένο πρόσωπο, με το δάκρυ στη ματιά,
το λάβαρό του σήκωσε κι άναψε το καντήλι
και φώτισε και σκόρπισε του σκλάβου τη νυχτιά.
Τα αρματωμένα Καλαβρυτινά παλικάρια πήραν από τα χορταριασμένα ερείπια τους λευκούς μύθους κι έπλασαν μ’ αυτούς σύμβολα φωτεινά για ολόκληρη την Ελλάδα.
Με το ελεύθερο σάλπισμά τους έγιναν οι πρώτοι οικοδόμοι που έστησαν πάνω στα χαλάσματα ένα καινούργιο κάστρο ιδέας.
Πήραν τους θρύλους τους υπνωμένους μέσα στην ασάλευτη κοίτη του μεγάλου χρόνου και τους έκαμαν νανούρισμα του παιδιού και τραγούδι ακατάλυτο για το χορό των παλικαριών όλης της Ελλάδος στα νεότερα μαρμαρένια αλώνια.
Κάτω από το γεροπλάτανο που ουρανοφίλητα σηκώνει τα κλωνάρια τα πράσινα, τα παλικάρια ορκίστηκαν και στο λιόγερμα άστραψαν τα καριοφίλια τους στα Καλάβρυτα για να κάψουν τους πύργους του Αρναούτογλου, που αφέντευε επιδεικτικά στην πόλη μας.
Κλείστηκε στους πύργους του τ’ άγριο σκυλί με τ’ ασκέρι του και μούγκριζε σαν πληγωμένο αγρίμι.
Οι αγωνιστές όμως είχαν ορκιστεί να μείνουν ελεύθεροι «εδώθε με τους αδελφούς ή κείθε με το χάρο».
Οι Τούρκοι πολεμούν απεγνωσμένα. Οι πύργοι κλαίνε και τρίζουν τα παράθυρα. Τίποτα όμως δεν τρομάζει τους αγωνιστές που πολεμούν χαρούμενοι στου ντουφεκιού το καπνισμένο μάγουλο και στου σπαθιού τη λαμπερή την όψη. Και σε λίγο τα Καλάβρυτα είναι ελεύθερα. Λευτερώθηκαν με των σπαθιών τη φλογερή αστραπή, των ντουφεκιών το φοβερό τον κρότο.
Εικοστή πρώτη μέρα του Μαρτιού, του δοξασμένου της φυλής Εικοσιένα, τη λευτεριά εθρόνιασες αγνή Παρθένα, στων Καλαβρύτων τη μικρούλα πόλη που πρώτη στάθηκε του λυτρωμού καμίνι, γιατί ήταν θέλημα Θεού, να γίνει πρώτη της λευτεριάς κρινόθωρη ελπίδα, πρώτη του λυτρωμού, τρανή Πατρίδα.
* * * * * * * * * *
Πολέμησαν οι Καλαβρυτινοί το ’21 όχι μόνο για τη λευτεριά και το μαγεμένο παρελθόν, αλλά και τα υψηλά κλέη του πνεύματος, τις άφθαρτες μορφές του λόγου, για τα ερείπια, για τους ηλιόλουστους ουρανούς, για τις πάμφωτες ώρες αυτής της γης, που είναι πάντα ιερή και θεοτρόφος.
Τα λιανοντούφεκα του ’21 αντηχούν και πάλι φέτος στ’ αυτιά μας. Οι σταυραετοί των Καλαβρυτινών βουνών ξεχύθηκαν ορμητικά σ’ όλη την Πελοπόννησο και με αλαλαγμούς και με ιαχές χτυπάνε τις καμπάνες της δόξας και της λευτεριάς.
Γεμίζουν με τον ήχο τους, κάμπους και βουνά, λαγκαδιές και ρουμάνια, χωριά και πολιτείες, και φέρνουν σε κάθε ελληνική ψυχή του ξεσηκωμού το μήνυμα.
- Ραγιά βασανισμένε σήκω το κεφάλι σου περήφανα κι αρπάζοντας ντουφέκι και σπαθί ξεκίνα για το μεγάλο και τιμημένο δρόμο του αγώνα για τον ξεσκλαβωμό.
- Μέχρι εδώ τα δάκρυα κι οι στεναγμοί, οι εμπαιγμοί, τα ραπίσματα, οι εξευτελισμοί, τα παλουκώματα.
- Είσαι ηρώων γέννα. Δύσκολος ο δρόμος, αλλά στο τέρμα του το μεγάλο τίμημα: η Λευτεριά.
- Με φωτιά στην ψυχή, μ’ αστροπελέκι στο χέρι και με τα μάτια γιομάτα από το φως της λεύτερης Ελλάδας τα παλικάρια ορμάνε για τον πρώτο τους σκοπό: Των Καλαβρύτων τον ξεσκλαβωμό.